φουξίνη

φουξίνη
η фуксин, красная краска (для шерсти, шёлка, льна)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φουξίνη" в других словарях:

  • φουξίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, συνθετική χρωστική ύλη, που παρασκευάζεται κατά την οξείδωση ενός μίγματος ανιλίνης και τολουϊδίνης και η οποία βάφει κόκκινο το μαλλί, το μετάξι και το βαμβάκι μετά από πρόστυψη με ταννίνη. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • φουξίνη — η (χημ.), κόκκινη χρωστική ουσία χρήσιμη στην κυτταρολογία και τη βακτηριολογία, καθώς και στη βαφή μαλλιού, μεταξιού, μπαμπακιού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλκοολάντοχος — η, ο Μικρβλ. λέγεται για βακτηρίδια που όταν χρωματίζονται με φουξίνη δεν είναι δυνατόν να αποχρωματιστούν με οινόπνευμα το «βακτηρίδιο τού Κωχ» είναι ταυτόχρονα αλκοολάντοχο και οξυάντοχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκοόλη + αντοχή …   Dictionary of Greek

  • οξεάντοχος — και οξυάντοχος, η, ο (βιολ. ιατρ.) χαρακτηρισμός ομάδας βακτηρίων που, ύστερα από χρώση τους με φαινικούχα φουξίνη, ανθίστανται στον αποχρωματισμό τους με νιτρικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(υ) * + αντοχή] …   Dictionary of Greek

  • παραφουξίνη — η χημ. χρωστική ύλη που περιέχεται σε μικρές ποσότητες στην φουξίνη, από την οποία διαφέρει μόνον ως προς το ότι περιέχει στο μόριό της μια ομάδα μεθυλίου λιγότερη …   Dictionary of Greek

  • ροζανιλίνη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, βάση συζυγής προς τη φουξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rosaniline < ros (< λατ. rosa «ρόδο») + aniline «ανιλίνη»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»